- Φλωρινιώτης
- ο, θηλ. Φλωρινιώτισσα, Νο κάτοικος τής Φλώρινας ή αυτός που κατάγεται από τη Φλώρινα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φλώρινα + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολ-ιώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φλωρινιώτης — ο θηλ. ισσα αυτός που γεννήθηκε στη Φλώρινα της Μακεδονίας ή που κατάγεται από αυτή, ο κάτοικος της Φλώρινας: Οι Φλωρινιώτες είναι συνηθισμένοι στο κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλωρινιώτικος — η, ο, Ν [Φλωρινιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φλώρινα και στους Φλωρινιώτες 2. αυτός που προέρχεται από τη Φλώρινα … Dictionary of Greek